πολυβόρος

πολυβόρος
-ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος αρπακτικών πτηνών τού Νέου Κόσμου
αρχ.
αυτός που τρώει με βουλιμία, αδηφάγος («ζῴῳ, μεγίστῳ πεφυκότι καὶ πολυβορωτάτῳ», Πλατ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyborus < πολυβόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυβορώτατον — πολυβόρος much devouring masc acc superl sg πολυβόρος much devouring neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβόρων — πολυβόρος much devouring fem gen pl πολυβόρος much devouring masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβορωτάτῳ — πολυβόρος much devouring masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβορώτατος — πολυβόρος much devouring masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβόρους — πολυβόρος much devouring masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορά — η (AM βορά) η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα αρχ. 1. οποιαδήποτε τροφή 2. φρ. «γαστρὸς βορά» λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gwer «καταπίνω,… …   Dictionary of Greek

  • ՇԱՏԱԿԵՐ — (ի, աց.) NBH 2 0466 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. πολύφαγος edax πολυβόρος vorax, helluo. Շատ կերօղ՝ ուտօղ. անյագ. որկորեայ. *զորդի իւր զշարայ զյոլովածին եւ զշատակեր. Խոր. ՟Ա. 11: *Զինչ արարից քեզ շատակեր եւ որկրագահ աբեղայ. Հ. մարտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”