- πολυβόρος
- -ον, ΝΑνεοελλ.ζωολ. γένος αρπακτικών πτηνών τού Νέου Κόσμουαρχ.αυτός που τρώει με βουλιμία, αδηφάγος («ζῴῳ, μεγίστῳ πεφυκότι καὶ πολυβορωτάτῳ», Πλατ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyborus < πολυβόρος].
Dictionary of Greek. 2013.